πεζαρχος

πεζαρχος
    πέζαρχος
    πέζ-αρχος
    ὅ начальник пехоты Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πεζαρχος" в других словарях:

  • πέζαρχος — ὁ, Α ο αρχηγός τού στρατού τής ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • πέζαρχοι — πέζαρχος leader of infantry masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέζαρχον — πέζαρχος leader of infantry masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζαρχώ — έω, Α [πέζαρχος] είμαι πέζαρχος*, αρχηγός τού πεζικού …   Dictionary of Greek

  • πεζάρχης — ὁ, Α πέζαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»